- μιμήσεων
- μῑμήσεω̆ν , μίμησιςimitationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μέθεξη — η (Α μέθεξις, εως) 1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῡ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.) 2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών… … Dictionary of Greek
Πόουπ, Αλεξάντερ — (Pope). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1688 – Τουίκεχαμ, Μίντλεσεξ 1744). Από πλούσια καθολική οικογένεια, μεγάλωσε σε μοναξιά, εξαιτίας μιας φυματιώδους ασθένειας, η οποία του είχε δημιουργήσει μια σχετική δυσμορφία. Μελέτησε πολύ, και η βαθιά του… … Dictionary of Greek
Φειδίας — (Αθήνα 5ος αι. π.Χ.). Έλληνας γλύπτης. Μαθήτευσε στη σχολή του Ηγίου ή του Αγελάδα και οι περισσότερες αρχαίες χρονολογικές πηγές, όπως και ο Πλίνιος, τοποθετούν την ανώτατη ακμή του γύρω στα 448 π.Χ., ενώ πολλοί συγγραφείς μιλούν για τα… … Dictionary of Greek